χασομέρι — το, Ν 1. το να περνά κανείς τον καιρό του χωρίς να εργάζεται 2. (ειδικότερα) απώλεια εργάσιμου χρόνου 3. χρονοτριβή, καθυστέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. χασο (< θ. χασ τού αορ. τού ρ. χάνω + συνδετικό φωνήεν ο ) + μέρα] … Dictionary of Greek
χασομέρης — ο, θηλ. χασομέρισσα, Ν [χασομέρι] 1. αργόσχολος 2. αυτός που χρονοτριβεί, που καθυστερεί … Dictionary of Greek
χρονισμός — ο, ΝΜΑ [χρονίζω] μεγάλη και συνήθως αδικαιολόγητη αργοπορία, χασομέρι, χρονοτριβή μσν. εκκλ. χρονική περίοδος πριν από την έλευση τού Ιησού Χριστού αρχ. 1. παραμονή σε έναν τόπο για μεγάλο χρονικό διάστημα 2. (για νόσημα) η μετατροπή σε χρόνιο … Dictionary of Greek
χρονοτριβή — η, Ν απώλεια χρόνου, καθυστέρηση, αργοπορία, χασομέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. χρονοτριβώ] … Dictionary of Greek
χρονοτριβή — η καθυστέρηση, αργοπορία, χασομέρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)